- βοή
- και βουή, η (AM βοή, Α και βοά, δωρ. τ.)1. δυνατή φωνή, δυνατός ήχος2. κραυγή, ιδίως θρηνητική3. συγκεχυμένος θόρυβος4. υπόκωφος, βαρύς ήχος5. ο ήχος των κυμάτωννεοελλ.1. βόμβος, βούισμα2. δυσφήμηση3. (σε κατάρα) ξαφνικό κακόαρχ.1. πολεμική κραυγή2. ο πόλεμος3. το κελάιδημα των πουλιών4. οι φωνές των ζώων5. ήχος μουσικού οργάνου6. βοήθεια, συμπαράσταση7. φρ. «ὅσον ἀπὸ βοῆς» — φαινομενικά.[ΕΤΥΜΟΛ. Παρ' όλο που μορφολογικά θα δικαιολογούνταν η προέλευση του ρ. βοώ από το βοή, εν τούτοις η σύγκριση με τα σημασιολογικώς συγγενή γοώ, μυκώμαι οδηγεί στην υπόθεση ότι η βοή είναι μεταρρηματικό παράγωγο του βοώ, το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από άλλο ρήμα. Επειδή εξάλλου το βοώ συνδέθηκε με αρχ. ινδ. επιτατικό jogure «εκφράζω δυνατά», λιθ. gaudži, gaŭsti «ουρλιάζω, ωρύομαι», αρχ. σλαβ. govorŭ «θόρυβος», τύπους με τους οποίους συνδέεται και το γοώ, τα δύο αυτά ρήματα συσχετίστηκαν αφού θεωρήθηκε ότι το γοώ προέρχεται από τύπο, ο οποίος έχει χάσει το χειλικό του στοιχείο και ο οποίος ανάγεται σε ινδοευρ. ρίζα *gwou- (πρβλ. γογγύζω). Κατά την επικρατέστερη τέλος άποψη, το βοώ δημιουργήθηκε με βάση το ηχομιμητικό στοιχείο *bu (πρβλ.βύας) και συνδέεται με το γοώ από μορφολογικής απόψεως. Το λατ. boō, boāre είναι δάνειο από την Ελληνική].
Dictionary of Greek. 2013.